Η ΕΣΔΑ διαπίστωσε παραβίαση των απαιτήσεων του άρθρου 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 1 της σύμβασης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών.

Заголовок: Η ΕΣΔΑ διαπίστωσε παραβίαση των απαιτήσεων του άρθρου 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 1 της σύμβασης για την προστασ Сведения: 2020-05-14 04:03:35

Απόφαση του ΕΔΑΔ της 31ης Οκτωβρίου 2019 στην υπόθεση Παπαγεωργίου κ.λπ. κατά Ελλάδας (καταγγελίες 4762/18 και 6140/18).

Το 2018, οι αιτούντες βοηθήθηκαν στην προετοιμασία καταγγελιών. Στη συνέχεια, τα παράπονα ενοποιήθηκαν και κοινοποιήθηκαν από την Ελλάδα.

Στην περίπτωση αυτή, τα παράπονα σχετικά με την υποχρέωση των γονέων να παρέχουν γραπτές δηλώσεις στους διευθυντές του σχολείου που δηλώνουν ότι τα παιδιά τους δεν είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί να απελευθερώσουν τους τελευταίους από μαθήματα θρησκευτικής εκπαίδευσης, αφήνοντας αυτές τις δηλώσεις στα αρχεία του σχολείου και το δικαίωμα των διευθυντών του σχολείου να επαληθεύσουν εάν οι πληροφορίες που καθορίζονται στις δηλώσεις έχουν εξεταστεί με επιτυχία αληθής. Η υπόθεση παραβίασε τις απαιτήσεις του άρθρου 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 1 της σύμβασης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών.


Περιπτώσεις της υπόθεσης


Η καταγγελία Ν 4762/18 αφορούσε τρεις αιτούντες, δηλαδή τους γονείς και την κόρη τους (παιδί), την καταγγελία Ν 6140/18 - τη μητέρα και την κόρη (επίσης το παιδί). Τα κορίτσια ήταν μαθητές σχολείων σε δύο μικρά ελληνικά νησιά.

Οι γονείς αιτούντες παραπονέθηκαν ότι έπρεπε να παρέχουν γραπτές δηλώσεις προκειμένου να απαιτήσουν την απελευθέρωση των παιδιών τους από τη θρησκευτική εκπαίδευση στα αντίστοιχα σχολεία. Παραπονέθηκαν επίσης ότι αυτές οι δηλώσεις έπρεπε να είχαν παραμείνει στα αρχεία του σχολείου και ότι ο διευθυντής είχε το δικαίωμα να επαληθεύσει ότι οι πληροφορίες που παρέχονται σε αυτό είναι αληθείς.


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ


Όσον αφορά τη συμμόρφωση με το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 1 της σύμβασης. Το κύριο ζήτημα που τέθηκε στις καταγγελίες αφορούσε την υποχρέωση των γονέων να υποβάλουν στον διευθυντή του σχετικού σχολείου γραπτή δήλωση, την οποία υπέγραψε και ο δάσκαλος, δηλώνοντας ότι τα παιδιά τους δεν ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί για να απελευθερώσουν τον τελευταίο από τη θρησκευτική εκπαίδευση.

Σύμφωνα με το δεύτερο μέρος του άρθρου 16 του Συντάγματος και του νόμου για την εκπαίδευση, τα μαθήματα θρησκευτικής εκπαίδευσης ήταν υποχρεωτικά για όλους τους μαθητές. Ωστόσο, μια εγκύκλιο με ημερομηνία 23 Ιανουαρίου 2015 όριζε ότι οι μαθητές που δεν ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί, αλλά που ανήκαν σε άλλες θρησκευτικές ή δογματικές ονομασίες ή δεν ανήκαν σε καμία θρησκεία, και αναφέρονται σε λόγους που σχετίζονται με τη θρησκεία, θα μπορούσαν να εξαιρεθούν από την επίσκεψη δεδομένα μαθήματος. Σύμφωνα με το τρίτο μέρος του άρθρου 25 της απόφασης του Υπουργού Παιδείας της 23ης Ιανουαρίου 2018, η διαδικασία αυτή έγινε δεκτή.

Η εγκύκλιος του 2015 δεν απαιτούσε την παροχή θρησκευτικής αιτιολόγησης στη δήλωση εξαίρεσης. Ωστόσο, οι γονείς έπρεπε να υποβάλουν στον διευθυντή του σχολείου γραπτή δήλωση, την οποία υπέγραψε και ο δάσκαλος, δηλώνοντας ότι το παιδί τους δεν ήταν Ορθόδοξος Χριστιανός. Οι εξουσίες του διευθυντή περιλάμβαναν τον έλεγχο εγγράφων που επιβεβαιώνουν τις πληροφορίες που καθορίζονται στην αίτηση, καθώς και την προσοχή των γονέων στη σοβαρότητα της αίτησής τους.

Η επαλήθευση της σοβαρότητας της γραπτής δήλωσης έδειξε ότι ο διευθυντής του σχολείου είχε το δικαίωμα να ελέγξει εάν η δήλωση περιείχε ψευδείς πληροφορίες, δηλαδή το πιστοποιητικό γέννησης, το οποίο υποδεικνύει τη θρησκευτική σχέση των γονέων και τα οποία θα έπρεπε να είχαν παρασχεθεί στη σχολική διοίκηση, αντιστοιχεί στη δήλωση. Επιπλέον, η «θρησκεία» ήταν υποχρεωτικό μάθημα στα σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και στο λύκειο σύμφωνα με σχετικές αποφάσεις του υπουργείου. Σε περίπτωση ασυνέπειας των πληροφοριών, ο διευθυντής του σχολείου ήταν υποχρεωμένος να ενημερώσει τον εισαγγελέα ότι υποβλήθηκε ψευδή δήλωση, καθώς αυτή η ενέργεια ήταν έγκλημα.

Το υφιστάμενο σύστημα απαλλαγής παιδιών από τάξεις θρησκευτικής εκπαίδευσης θα μπορούσε να επιβαρύνει τους γονείς και τον κίνδυνο ακατάλληλης αποκάλυψης της προσωπικής τους ζωής. Η πιθανότητα σύγκρουσης θα μπορούσε επίσης να τους αποθαρρύνει από την υποβολή μιας τέτοιας αίτησης, ειδικά εάν ζούσαν σε μια μικρή και θρησκευτική κοινότητα, όπως τα μικρά ελληνικά νησιά, όπου ο κίνδυνος καταδίκης ήταν υψηλότερος από ότι στις μεγάλες πόλεις. Οι γονείς αιτούντες δεν υπέβαλαν τέτοια δήλωση, όχι μόνο για το φόβο να δηλώσουν ότι δεν ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί, σε ένα περιβάλλον στο οποίο η πλειονότητα του πληθυσμού ανήκε σε αυτή τη θρησκεία, αλλά και επειδή, όπως σημείωσαν, σε μαθητές που εξαιρέθηκαν από μαθήματα θρησκευτικής εκπαίδευσης, δεν προσφέρθηκαν άλλες δραστηριότητες και τα παιδιά έχασαν τις σχολικές ώρες μόνο και μόνο επειδή οι γονείς τους εξέφρασαν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.

Παρά το γεγονός ότι οι αιτούντες-γονείς δεν ήταν υποχρεωμένοι να δηλώσουν τις πεποιθήσεις τους, το γεγονός ότι έπρεπε να υποβάλουν γραπτή δήλωση ισοδυναμούσε με το να τους αναγκάσει να ενεργήσουν, από το οποίο μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι αυτοί και τα παιδιά τους συμμετείχαν ή δεν μοιράστηκαν αυτές ή άλλες θρησκευτικές απόψεις.

Στις υποθέσεις του ενώπιον του, το Δικαστήριο δήλωσε ότι η θρησκευτική ελευθερία περιελάμβανε επίσης μια αρνητική πτυχή, δηλαδή το προσωπικό δικαίωμα να μην εκφράζει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και να μην υποχρεούται να ενεργεί με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτρέπει σε άλλους να συμπεράνουν σχετικά με την παρουσία ή την απουσία τέτοιων πεποιθήσεων. Στην παρούσα υπόθεση, οι ελληνικές αρχές δεν είχαν το δικαίωμα να παρέμβουν στον τομέα της ατομικής συνείδησης και να ελέγξουν την παρουσία ατόμων ορισμένων θρησκευτικών πεποιθήσεων ή να τους αναγκάσουν να εκφράσουν τις πεποιθήσεις τους σε πνευματικά ζητήματα.

Βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο απέρριψε το προκαταρκτικό επιχείρημα της κυβέρνησης ότι οι αιτούντες γονείς δεν είχαν χρησιμοποιήσει τη διαδικασία για τη λήψη απαλλαγής από τα μαθήματα. Επιπλέον, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου Αρ. 1 της Σύμβασης υπό το φως των Άρθρων 8 και 9 της Σύμβασης.


ΨΗΦΙΣΜΑ


Στην περίπτωση που υπήρχε παραβίαση των απαιτήσεων του Άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου Αρ. 1 της Σύμβασης (εγκρίθηκε ομόφωνα).

Σε εφαρμογή του άρθρου 41 της Σύμβασης. Το Δικαστήριο χορήγησε 8.000 ευρώ από κοινού στους αιτούντες στην αίτηση αριθ. 4762/18 και 8.000 ευρώ από κοινού στους αιτούντες στην αίτηση αριθ. 6140/18.

 

 

Добавить комментарий

Код

© 2011-2018 Юридическая помощь в составлении жалоб в Европейский суд по правам человека. Юрист (представитель) ЕСПЧ.